Μπορεί να μας βλάψει η πολλή πληροφορία; Η Ελληνική Ψυχολογική Εταιρεία, πριν από περίπου ένα μήνα, έβγαλε μια ανακοίνωση κατά την οποία δημοσίευσε ορισμένες σκέψεις/συμβουλές για τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονταν.

Μεταξύ άλλων, ανέφερε: “Δεν έχει νόημα να παρακολουθούμε αδιάκοπα ειδήσεις ή να διαβάζουμε όλα όσα γράφονται στο διαδίκτυο. Επιλέγουμε μία αξιόπιστη πηγή ενημέρωσης και παρακολουθούμε μία φορά την ημέρα τις εξελίξεις και τις νέες οδηγίες”.

Η παραπάνω συμβουλή έχει πολλαπλές ερμηνείες. Μπορεί να εννοεί πως δεν χρειάζεται να αγχωθούμε υπερβολικά ή πως ενδέχεται να έρθουμε αντιμέτωποι με αναξιόπιστο περιεχόμενο. Αλήθεια, είναι λάθος όμως να θέλουμε να ενημερωθούμε υπερβολικά; Αν το δούμε από ένα διαφορετικό πρίσμα, μπορούμε να βρούμε μια σύνδεση του ζητήματος με το φαινόμενο του “πληροφοριακού πληθωρισμού”.

Πληροφορία πληροφοριακός πληθωρισμός και «δημοκρατική λογοκρισία»

Το φαινόμενο του πληροφοριακού πληθωρισμού (infoflation), τροφοδοτήθηκε κατά κύριο λόγο από τις τεχνολογικές εξελίξεις. Πρόκειται για μια κατάσταση κατά την οποία ένας τεράστιος όγκος πληροφοριών είναι εύκολα προσβάσιμος και διαθέσιμος, προκαλώντας ουσιαστικά μια “ασφυξία”. Τόσα πολλά δεδομένα έρχονται στην επιφάνεια, τα οποία είναι τόσο δύσκολο να τα παρακολουθήσει κανείς, που σε τελική ανάλυση το αποτέλεσμα είναι να χάνεται μέσα σε αυτά.

Μοιάζει οξύμωρο πως στη ψηφιακή εποχή, την “εποχή της πληροφορίας”, κατά την οποία η ίδια η πληροφορία έχει αποκτήσει κεντρικό χαρακτήρα σχεδόν σε κάθε πτυχή της ζωής μας. Δημόσιας και ιδιωτικής, καθημερινής και επαγγελματικής, όπως αναφέρουν οι Gunter. B, Rowlands I. και Nicholas D. στο βιβλίο τους Google Generation, μοιάζει τόσο δύσκολη η επίτευξη μιας πραγματικής πληροφόρησης.

Η ροή της πληροφορίας είναι ασταμάτητη, ενώ μεταφέρεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Το ζήτημα είναι πως στη πραγματικότητα δεν υπάρχει ένας τελικός προορισμός, ένας τερματισμός της δηλαδή. Κατά τον οποίο θα έρθει αντιμέτωπη με ένα άτομο, έτσι ώστε μετά την επεξεργασία της να μετατραπεί σε γνώση.

Η «δημοκρατική λογοκρισία», ο όρος που εισάγει ο Ραμονέ, είναι ακριβώς αυτή η μη δυνατότητα τελικά του κοινού να έχει πρόσβαση στη πραγματική ενημέρωση. Δίνοντας έναν νέο ορισμό της λογοκρισίας, η οποία μέχρι πρότινος αποτελούσε χαρακτηριστικό στοιχείο των αυταρχικών καθεστώτων, ο Ραμονέ (2011) επισημαίνει πως στις σημερινές κοινωνίες, ως επί το πλείστον δημοκρατικές, “οι ειδήσεις προσφέρονται σε τέτοια αφθονία και με τόση γαρνιτούρα (soft news, infotainment, trash news) που κυριολεκτικά μας προκαλούν ασφυξία… και δεν μας αφήνουν να δούμε ποιες «άλλες ειδήσεις» έχουν αποσιωποιηθεί”. Υψώνουν δηλαδή ένα «τείχος της ενημέρωσης», παρόμοιο με αυτό των δικτατορικών καθεστώτων.

Η λογοκρισία στη προκειμένη περίπτωση επιτυγχάνεται με έμμεσο και λανθάνοντα τρόπο. Ένα ακόμη παράδοξο, σύμφωνα πάλι με τον Ραμονέ, είναι πως “οι πολίτες φοβούνται μια κοινωνία που έχει κατακλυστεί από μέσα ενημέρωσης, στην οποία τίποτα δεν τους εξασφαλίζει την εγκυρότητα της ενημέρωσης” (2011,  63). Υπάρχει εδώ μια ξεκάθαρη σύνδεση με την κρίση αξιοπιστίας των μέσων, την οποία όμως δεν θα εξετάσουμε τη δεδομένη στιγμή.

Διαδίκτυο: αλλαγές στον τομέα της πληροφόρησης και οι περιπτώσεις των hyperlinks και των infographics

Όπως προαναφέρθηκε, το διαδίκτυο και η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών πληροφορίας άλλαξε ριζικά το τοπίο της ενημέρωσης. Μάλιστα, ο Jasper Doomen θεωρεί πως η εφεύρεση της τυπογραφίας τον 15ο αιώνα από τον Γουτεμβέργιο αποτελεί ισοδύναμο επίτευγμα με την δημιουργία του διαδικτύου ως προς τη σημασία τους για τον κόσμο γενικότερα (2009, 30). Ουσιαστικά, το διαδίκτυο αμφισβητεί κάποιες από τις βασικές μας αντιλήψεις για διάφορα ζητήματα. Αφού θέτει υπό αμφισβήτηση παραδοχές μας για τον χρόνο και τον χώρο, το σώμα και το μυαλό, τον άνθρωπο και τη μηχανή, το αντικείμενο και το υποκείμενο, το φύλο, τη φυλή και τη τάξη (Poster, 2004, 321).

Ουσιαστικά, με το διαδίκτυο τροποποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό τρεις άξονες που σχετίζονται με την πληροφορία: η διάδοση – εξάπλωση, η διαθεσιμότητα και η προέλευση. Αν ανατρέξουμε σε παλαιότερες εποχές, όπως για παράδειγμα στον Μεσαίωνα, η πληροφορία βρισκόταν στα χέρια λίγων ανθρώπων.

Αντιθέτως στην εποχή μας, οι πληροφορίες που διακινούνται και είναι διαθέσιμες καλύπτουν όλο το φάσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Τόσο σε απλά ατομικό όσο και σε επαγγελματικό – επιστημονικό επίπεδο. Ο όγκος είναι τόσο μεγάλος, έτσι ώστε οποιοσδήποτε μπορεί να εξειδικευτεί πάνω σε οτιδήποτε. Άλλωστε σχεδόν κάθε επάγγελμα περιλαμβάνει ως ένα βαθμό μια εξειδίκευση (Doomen, 2009, 29).

Το γεγονός αυτό μοιάζει να είναι θετικό, ωστόσο μπορεί να γίνει αντιληπτό και με μια διαφορετική σημασία. “Η διάδοση της πληροφορίας σε διάφορους τομείς είναι μια ένδειξη πως η πληροφορία που ενδεχομένως βρίσκεται στη διάθεση των μελών της κοινωνίας, στη πράξη καταναλώνεται μόνο εν μέρει από αυτούς” (Doomen, 2009). Όπως επίσης σημειώνει ο Chomsky (1993, όπως αναφέρεται σε Jasper Doomen, 2009, 29), “η εξειδίκευση δεν αποτελεί στοιχείο προόδου. Μπορεί συχνά να σημαίνει τον εκτοπισμό διεισδυτικών γνώσεων υπέρ της τεχνικής χειραγώγησης του μειωμένου ενδιαφέροντος”.

Ένας άλλος τομέας ο οποίος άλλαξε ριζικά είναι η διαθεσιμότητα που αφορά την πληροφορία. Με την χρήση του διαδικτύου, η πληροφορία είναι διαθέσιμη πάντοτε, απλώς με το πάτημα ενός κλικ. Ολόκληρες βιβλιοθήκες είναι διαθέσιμες στο διαδίκτυο. Με τη πρόσβαση στον ιστό δηλαδή, όπου και αν βρίσκεται κανείς, μπορεί να αναζητήσει αμέτρητες πληροφορίες για οτιδήποτε. Επιπλέον, οι πηγές πληροφόρησης ολοένα και αυξάνονται.

Ειδικότερα, η καινοτομία της εισόδου του απλού πολίτη στη διαδικασία διάδοσης και επεξεργασίας της πληροφορίας αποδείχθηκε τρομερά σημαντική (βλ. δημοσιογραφία των πολιτών). Πολλοί υποστηρίζουν πως πρόκειται για κάτι θετικό, καθώς επιτεύχθηκε μια “δημοκρατικοποίηση της πληροφόρησης”.

Όπως αναφέρει ο Jasper Doomen (2009, 32), “η πληροφορία έχασε το φωτοστέφανό της”. Η αύξηση της εν δυνάμει δυνατότητας συνεισφοράς στη πληροφόρηση είναι από την άλλη και ένας παράγοντας που οδήγησε στο φαινόμενο του “πληροφοριακού πληθωρισμού”, εκτός από τις τεχνολογικές εξελίξεις.

Στο σημείο αυτό, θα αναφερθούμε σε δυο στοιχεία τα οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με το διαδίκτυο, τα hyperlinks (υπερσύνδεσμοι) και τα infographics. Πρόκειται για δύο στοιχεία, τα χαρακτηριστικά των οποίων αλλά και η φύση τους φανερώνουν πολλά για τη λειτουργία του διαδικτύου.

Ξεκινώντας με τα hyperlinks, πρόκειται για τη δυνατότητα που έχει ο αναγνώστης ενός κειμένου (και όχι μόνο) να μεταφέρεται από το ένα κείμενο στο άλλο, χρησιμοποιώντας ακριβώς τον υπερσύνδεσμο. Έτσι ο αναγνώστης “μπορεί να διαλέξει ανάμεσα σε μια συμβατική – γραμμική ανάγνωση και σε μια προσωποποιημένη αναζήτηση σύμφωνα με τις ανάγκες του” (Gavriliu, 2012). Αυτό σημαίνει πως υπάρχει η πιθανότητα ο αναγνώστης να μην ολοκληρώσει το διάβασμα του κειμένου, αλλά να κατευθυνθεί σε ένα άλλο.

Στη συνέχεια, ίσως κάνει το ίδιο και στη δεύτερη περίπτωση. Η δυνατότητα δηλαδή να εμβαθύνει κανείς σε ένα θέμα, διαβάζοντας περισσότερα άρθρα, στην ουσία αντικαθίσταται από το σύντομο διάβασμα ενός μέρους του άρθρου. “Το διαδίκτυο, με τα πολυποίκιλα υπερκείμενα και την απέραντη άβυσσο των κατακερματισμένων ειδήσεων, μας ωθεί να διαβάζουμε διαγωνίως μικρά κείμενα επί παντός επιστητού, και θα μας κάνει να χάσουμε την ικανότητα να διαβάζουμε μακροσκελή και πολύπλοκα κείμενα” (Ραμονέ, 2011, 65). Για άλλη μια φορά η αφθονία της πληροφορίας βλέπουμε πως μπορεί να έχει αρνητικό αποτέλεσμα.

Από την άλλη, υπάρχουν και τα infographics. Πρόκειται για την “οπτική αναπαράσταση της πληροφορίας ή των δεδομένων, π.χ. σαν μια γραφική παράσταση ή σαν διάγραμμα” (https://www.lexico.com/definition/infographic).  Είναι ουσιαστικά ένα από τα κύρια εργαλεία της κυβερνο – δημοσιογραφίας (cyber journalism), με την έννοια πως συνδυάζει αμεσότητα, ταχύτητα, εύκολη αποθήκευση και κατανόηση από τον χρήστη. Απλοποιεί την πληροφορία, κρατώντας με αυτό τον τρόπο τον χρήστη, προσφέροντάς του μια αίσθηση διαδραστικότητας, ένα από τα κύρια στοιχεία που έφερε το διαδίκτυο.

Επιπλέον, δίνει στο χρήστη του διαδικτύου τη δυνατότητα πρόσβασης σε δεδομένα με μια κατανοητή μορφή, κάτι το οποίο αυξάνει τις πιθανότητες της απόκτησης πραγματικής γνώσης, αφού αποτελεί την πηγή της αναγνωσιμότητας, της μακροβιότητας και της ανθεκτικότητας της πληροφορίας (Nogueira – Frazao, Martinez – Solana, 2019). Για τους παραπάνω λόγους, οι δυο αρθρογράφοι θεωρούν πως τα infographics, μπορούν να γίνουν η επιτομή της “οικολογίας της ενημέρωσης”, αποτελώντας την πρώτη πέτρα αυτού που ο Ραμονέ ονομάζει “πέμπτη εξουσία”, αλλά και ένας τρόπος επαναφοράς της αξίας των μέσων γενικότερα (Nogueira – Frazao, Martinez – Solana, 2019).

Η “πέμπτη εξουσία”, άλλος ένας όρος που επινόησε ο Ραμονέ, είναι ουσιαστικά, έτσι όπως το ορίζει ο ίδιος, “μια πέμπτη εξουσία, η οποία θα μας επιτρέψει να τοποθετήσουμε μια πολιτική δύναμη ενάντια στη συμμαχία των ηγετών”, έτσι ώστε “να καταγγείλουμε την υπερεξουσία των ομίλων των μέσων που έχουν συγχωνευτεί, οι οποίοι είναι συνεργοί αλλά και αυτοί που μεταδίδουν τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση” (Ραμονέ, 2003).

Πληροφορία – Χειραγώγηση των πολιτών: τεχνικές και επιπτώσεις

“Η χειραγώγηση είναι η πράξη της επιρροής της κοινής γνώμης με συγκεκριμένα μέσα” (Dana Galanton, 2019). Τα μέσα χρησιμοποιούν πολλές τεχνικές χειραγώγησης, άλλοτε έκδηλες και άλλοτε έμμεσες. Οι φήμες, η παραπληροφόρηση, ο δηλητηριασμός (intoxication) και η προπαγάνδα είναι ίσως οι κυριότερες.

Αρχικά, οι φήμες, είναι κάτι το οποίο παρουσιάζεται ως αληθές, ωστόσο δεν έχει εξακριβωθεί με κάποιο τρόπο, ενώ συνήθως προσαρμόζονται σύμφωνα με τα ατομικά ενδιαφέροντα, αλλά και τις προσωπικές προκαταλήψεις και κοινωνικές σχέσεις του ατόμου που τα διαδίδει (Galanton, 2019, 17).

Ειδικά τα απολυταρχικά καθεστώτα, χρησιμοποιούν τις φήμες για να προκαλέσουν συμπεριφορές που θα ήταν δύσκολο να υποκινηθούν με επίσημα μέσα (Galanton, 2019, 17). Σαν αποτέλεσμα της διάδοσής τους μπορούμε να αναφέρουμε κυρίως την παραπληροφόρηση και σε μικρότερο βαθμό τη σύγχυση. Όταν διακινούνται από μέσα ενημέρωσης με μεγάλη απήχηση, οι επιπτώσεις είναι μεγαλύτερες, αφού όπως γνωρίζουμε τα μέσα μπορούν να κατασκευάσουν τη πραγματικότητα.

Ένας άλλος τρόπος χειραγώγησης, βαρύνουσας σημασίας, είναι η παραπληροφόρηση. Πρόκειται για την “συνειδητή αλλαγή του μεταφερόμενου μηνύματος, ειδικότερα, η παρέμβαση πάνω στα στοιχεία μέσω των οποίων μια επικοινωνιακή διαδικασία παίρνει μορφή, έτσι ώστε να ρυθμίσει τον δέκτη – τον στόχο του μηνύματος – ώστε να ανταποκριθεί με συγκεκριμένο τρόπο όσον αφορά τη συμπεριφορά και τις πράξεις” (Galanton, 2019, 17).

Η παραπληροφόρηση μπορεί να είναι σκόπιμη, ή και όχι, ενώ είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί από πολλές συνιστώσες, από τις οποίες τα μαζικά μέσα ενημέρωσης αποτελούν τη κυριότερη, καθώς μέσω αυτών “φθάνει σε όλα τα τμήματα γνώμης της κοινωνικής αρένας” (Dana Galanton, 2019, 18).

Ο “δηλητηριασμός” (intoxication) είναι μια ακόμη τεχνική χειραγώγησης. Ουσιαστικά πρόκειται για “ύπουλη πράξη η οποία έχει την τάση να δημιουργεί συγκεκριμένες απόψεις, να αποθαρρύνει και να μπερδεύει” (Dehin, 2004, όπως αναφέρεται σε Galanton, 2019, 18). Είναι ένα τέχνασμα, το οποίο μπορεί να παίρνει τη μορφή ενός ψέματος, της προδοσίας, του αντιπερισπασμού, σχετιζόμενο με κάθε πτυχή της πολιτικής. Αν το τοποθετήσουμε σε ένα διπλωματικό πλαίσιο, “στοχεύει τον αντίπαλο και συνίσταται στο να τον εφοδιάζει με λάθος πληροφόρηση” (Galanton, 2019, 18).

Στη περίπτωση των μέσων, ο στόχος είναι το κοινό. Τέλος, η προπαγάνδα αποτελεί ένα διαχρονικό τρόπο χειραγώγησης. “Είναι η συστηματική προσπάθεια να μεταδοθούν, να προωθηθούν και να διαδοθούν ορισμένες δοξασίες, θέσεις και ιδέες συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, έτσι ώστε να επηρεάσουν και να σχηματίσουν συγκεκριμένες (διαφορετικές) απόψεις και πεποιθήσεις” (Galanton, 2019, 18). Η προπαγάνδα μπορεί να πραγματοποιηθεί με πολλούς τρόπους, ενώ συναντάται σε όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής και επικοινωνίας, ανάλογα με τον “πομπό” και τη θέση του.

Έχοντας κατά νου τις παραπάνω τεχνικές, αξίζει να αναφέρουμε πως η Dana Galanton επισημαίνει και την “πληροφοριακή χειραγώγηση”. Ο βομβαρδισμός ειδήσεων, σε επίπεδα πάνω από τα οποία μπορεί ο πολίτης να αντέξει, οδηγεί σε μια “νάρκωση”. Καθώς μειώνεται το κριτικό πνεύμα του κοινού, λόγω της αδυναμίας του να κατανοήσει πραγματικά την πληροφορία (Galanton, 2019).

Ουσιαστικά, άλλαξε ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την ίδια την πληροφορία. Υπάρχει εδώ μια σύνδεση με την “δημοκρατική λογοκρισία” του Ραμονέ. Ειδικότερα, μέσω των πληροφοριών που παρέχονται από τα μέσα, οικοδομείται και η πραγματικότητα για πολλούς. Πρόκειται δηλαδή για μια παρέμβαση των μέσων. “Βασιζόμενος στην αναπαράσταση του κόσμου από τα μέσα, ο άνθρωπος σκέφτεται, δουλεύει και ενεργεί σύμφωνα με αυτά” (Cuilenburg et al., 2000, όπως αναφέρεται σε Galanton, 2019, 21).

Επομένως, είτε τα μέσα κατασκευάζουν την κοινωνική πραγματικότητα, είτε μέσω του τεράστιου όγκου των πληροφοριών το κοινό αδυνατεί να αποκτήσει πραγματική γνώση.

Η Galanton, προσπαθώντας να σκιαγραφήσει την υπάρχουσα κατάσταση στα Μ.Μ.Ε., αναφέρεται στον Ραμονέ, και συγκεκριμένα στην προσοχή που δίνει στην επιστροφή των μονοπωλίων. Ο Ραμονέ (2011, 68) αναφέρει πως “η πραγματική εξουσία σήμερα βρίσκεται πλέον στα χέρια μιας δέσμης παγκόσμιων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών ομίλων και εταιρειών. Των οποίων το εκτόπισμα στην παγκόσμια σκηνή είναι ορισμένες φορές μεγαλύτερο απ’ αυτό των κρατών”. Λογικό είναι λοιπόν να υπάρχει κρίση αξιοπιστίας γενικότερα, αλλά και ένας βαθύτατος σκεπτικισμός σχετικά με τον ρόλο των μέσων.

Η πληροφορία η δημοσιογραφία και το κοινό

Μέσα σε αυτόν τον σημερινό “ωκεανό της πληροφορίας”, το δημοσιογραφικό επάγγελμα προσπαθεί να προσαρμοστεί. Πλέον η πληροφορία, όπως προείπαμε, διαχέεται από πάρα πολλές πηγές. Δημοσιογράφοι, ειδικοί, χρήστες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, άνθρωποι που έχουν φτιάξει δικά τους blogs και ιστοσελίδες. Σε αυτή την ασταμάτητη ροή, ο δημοσιογράφος είναι αδύνατο να καταφέρει να ελέγξει όλες τις πληροφορίες και να τις εκτιμήσει.

Μια έρευνα του 2014, την οποία πραγματοποίησαν οι Ruth Franco Rodriguez και Manuel Gertudix Barrio, μέσω συνεντεύξεων από φοιτητές ή απόφοιτους δημοσιογραφίας σχετικά με τις νέες προκλήσεις, φανερώνει ως ένα μεγάλο βαθμό τα προβλήματα που ενδεχομένως υπάρχουν στο επάγγελμα.

Αρχικά, το κύριο ζήτημα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι δημοσιογράφοι είναι να καταφέρουν να φιλτράρουν τις πληροφορίες, μέσα σε αυτή την υπερφόρτωση. Αυτό φυσικά θα γίνει πιο εύκολα μέσω της ειδίκευσης πάνω σε ένα θέμα, καθώς είναι ακατόρθωτο να τα γνωρίζει κανείς όλα. Αξίζει να αναφέρουμε επίσης πως πολλές φορές, οι δημοσιογράφοι διακατέχονται από μια αίσθηση αποτυχίας, καθώς θέλοντας να τα μάθουν όλα, συνήθως στο τέλος νιώθουν πως κάτι τους έχει ξεφύγει.

Επιπλέον, το παράδοξο είναι πως, τώρα που οι διαθέσιμες πηγές για εξακρίβωση είναι αναρίθμητες, η αξιοπιστία τίθεται σε μεγαλύτερη αμφισβήτηση από πριν. Ακόμη και στη περίπτωση που βρεθεί η αυθεντική πηγή ενός ρεπορτάζ. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος, καθώς οι πληροφορίες στις οποίες μπορεί να στηρίζεται ενδεχομένως να μην είναι αξιόπιστες. “Τα πάντα είναι άνω κάτω” σημειώνει ένας συνεντευξιαζόμενος (Ruth Franco Rodriguez & Manuel Gertudix Barrio, 2015). Επιπρόσθετα, η ανάγκη για όσο το δυνατόν πιο γρήγορη δημοσίευση ενός θέματος, “δένει” τα χέρια των δημοσιογράφων.

Ο Ραμονέ θεωρεί πως αυτή η ανάγκη βλάπτει και την αξιοπιστία των μέσων. “Υπάρχει επίσης, η μανία με την ταχύτητα, με την αμεσότητα, που οδηγεί τα μέσα ενημέρωσης στον πολλαπλασιασμό των λαθών, και συχνά στη σύγχυση του τι είναι διαδόσεις και τι  είναι επιβεβαιωμένα γεγονότα” (Ραμονέ, 2011, 65).Τέλος, την προαναφερθείσα κατάσταση έρχεται να επιδεινώσει και το έλλειμμα προσοχής που παρατηρείται.

Συγκεκριμένα, οι δημοσιογράφοι πολλές φορές είναι αναγκασμένοι να εκτελούν διάφορες λειτουργίες ταυτόχρονα (multitasking), έχοντας απολέσει τη δυνατότητα να δώσουν προσοχή σε ένα συγκεκριμένο ζήτημα. Ίσως στη καθημερινή ζωή να μην αποτελεί τεράστιο πρόβλημα, όμως στο επαγγελματικό πεδίο είναι τεράστιο μειονέκτημα (π.χ. κατά την εξέταση εγγράφων).

Οι υπερσύνδεσμοι για τους οποίους μιλήσαμε παραπάνω, λειτουργούν συχνά και αυτοί σαν αντιπερισπασμός, αφού και ο δημοσιογράφος εκείνη τη στιγμή λειτουργεί σαν απλός αναγνώστης. Όλα τα παραπάνω αποτελούν τις κεντρικές παραδοχές των απαντήσεων που δόθηκαν στις συνεντεύξεις της έρευνας.

Φυσικά όλα αυτά δεν αποτελούν κανόνα, καθώς οι επαγγελματίες γνωρίζουν πώς να συμπεριφερθούν και να υπερκεράσουν τυχόν εμπόδια. Το κοινό όμως, οι δέκτες των μηνυμάτων, μοιάζει πολλές φορές έρμαιο της συνεχούς ροής της πληροφορίας. Κατευθυνόμενο από τη μια πηγή στην άλλη, δίχως τελικά να εμβαθύνει σε κάποιο θέμα, καταντά να είναι ένας “ενημερωμένος αδαής”.(Ruth Franco Rodriguez & Manuel Gertudix Barrio, 2015, 175).

Επιπλέον, λόγω της ασταμάτητης ροής, το κοινό πρέπει να παρακολουθεί καθημερινά ένα θέμα. Διαφορετικά, δεν θα μπορεί να αντιληφθεί τι συμβαίνει, καθώς λογικά το θέμα θα έχει προχωρήσει αρκετά, έτσι ώστε για να το παρακολουθήσει κάποιος θα απαιτούνται προηγούμενες γνώσεις.

Στην ουσία η πληροφορία πλέον καταναλώνεται. Άλλωστε, δεν χρειάζεται να θυμάται κανείς τις πληροφορίες και τα γεγονότα, αφού ανά πάσα στιγμή, μέσα σε λίγα λεπτά μπορεί να τα ελέγξει. Από την άλλη πλευρά, το κοινό δεν μπορεί να είναι παθητικό, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Όπως αναφέρει άλλωστε και ο Ραμονέ, “το να είσαι ενημερωμένος είναι απαιτητικό” (αναφέρεται σε Nicola Mößner, 2018, 13).

Η βιβλιοθήκη της Βαβέλ

Όπως αναφέρθηκε στη αρχή, η Βιβλιοθήκη της Βαβέλ είναι ένα αλληγορικό διήγημα φαντασίας. Πρόκειται για μια βιβλιοθήκη, η οποία “περιέχει όλα τα βιβλία που έχουν γραφτεί ή που πρόκειται να γραφούν” (Rollason, 2004, 1). Ειδικότερα περιέχει τα βιβλία που πρόκειται να γραφούν σε οποιαδήποτε γλώσσα, με οποιονδήποτε συνδυασμό των πιθανών γραμμάτων και συμβόλων. Ο Ραμονέ λοιπόν, σε μια συνέντευξή του, επεσήμανε το “σύνδρομο της Βιβλιοθήκης της Βαβέλ”, αναφερόμενος στον σημερινό ωκεανό της πληροφορίας (Rollason, 2004). Για τον Chistopher Rollason, η οπτική της αντίληψης της συγκεκριμένης βιβλιοθήκης σαν μια προεικόνα του διαδικτύου μοιάζει δελεαστική. Ωστόσο πρέπει να λάβουμε υπόψιν ορισμένα κρίσιμα ζητήματα.

Η βιβλιοθήκη αυτή όπως είναι λογικό μοιάζει αχανής. Ουσιαστικά, αναλύοντας το θέμα λίγο βαθύτερα, ο Rollason (2004)υποστηρίζει πως “η μεγαλύτερη πλειοψηφία των βιβλίων είναι εντελώς άχρηστα. Kαι στατιστικά θα ήταν αξιοσημείωτο επίτευγμα να βρει κανείς τουλάχιστον ένα “αληθινό”, πράγματι αναγνώσιμο βιβλίο κατά τη διάρκεια μιας αναζήτησης μηνών στα ράφια. Αλλά ακόμη και τότε, οι πιθανότητες το θέμα (του βιβλίου) να είναι κατάλληλο για οποιαδήποτε χρήση ή σχετικό με το ενδιαφέρον αυτού που αναζητά θα ήταν απειροελάχιστες”.

Ειδικά για τους σκεπτικιστές, μπορεί η παραπάνω παραδοχή να μοιάζει σαν μια ένδειξη της σημερινής κατάστασης, με τη διάθεση στον ιστό ασήμαντου και ίσως βλαβερού υλικού, το οποίο πολλές φορές θέτει το πραγματικά ενδιαφέρον και χρήσιμο στην άκρη. Άλλωστε και ο Ραμονέ θεωρεί πως στο διαδίκτυο πλέον “ο οποιοσδήποτε έχει γνώμη για οτιδήποτε” (Rollason, 2004).

Αυτό το οποίο σημειώνει ο Rollason, θέτοντας το ζήτημα σε νέα βάση, είναι ο ρόλος των χρηστών. Στη βιβλιοθήκη, οι δυνητικοί αναγνώστες είναι εντελώς παθητικοί. Στο διαδίκτυο συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Γι’ αυτό σημειώνει πως η σύγκριση αυτή μπορεί να είναι μόνο μερική.

Οι χρήστες έχουν γίνει πλέον και παραγωγοί. Η εικονική βιβλιοθήκη που έχει δημιουργηθεί σήμερα, είναι και δημιουργία των αναγνωστών της (Rollason, 2004, 3). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως, σε αντίθεση με τη Βιβλιοθήκη της Βαβέλ, αν κάποιος δεν μπορεί να βρει το περιεχόμενο που θέλει, μπορεί να το γράψει ο ίδιος (Rollason, 2004). Οποιοσδήποτε μπορεί πλέον να “ξαναγράψει, βελτιώσει, διακοσμήσει, εικονογραφήσει, διαψεύσει, αντικρούσει, ξεχάσει ή απλά να αγνοήσει” (κάποιο κείμενο) (Rollason, 2004, 3).

Τέλος, ο Rollason θεωρεί πως ο Ραμονέ από τη μια ασκεί κριτική στη δύναμη των μέσων γενικότερα, αλλά από την άλλη ταυτόχρονα αμφισβητεί τη σημασία του περιεχομένου που προέρχεται από τους χρήστες. Yποδηλώνοντας πως “μόνο οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι και οι διανοούμενοι έχουν το δικαίωμα να σχολιάζουν δημόσια τα μεγάλα ζητήματα της εποχής” (Rollason, 2004, 3). Γι ‘αυτό άλλωστε αναφέρει και το “επαγγελματικό σύμπλεγμα” του Φρόυντ.

Συμπερασματικά

Εξετάζοντας ένα τόσο περίπλοκο φαινόμενο, όπως ο πληροφοριακός πληθωρισμός, άρρηκτα συνδεδεμένο με την «τέταρτη εξουσία», είναι δύσκολο να αναζητήσουμε μια μοναδική λύση. Οι προεκτάσεις του φαινομένου είναι πολλές, αφού και η ίδια η πληροφορία συνδέεται με τα πάντα. Επομένως , μια πιθανή διέξοδος, ιδίως όσον αφορά το κοινό, είναι αυτό που ονομάζουμε “γραμματισμός στα Μέσα” (media literacy).

Πρόκειται ουσιαστικά για “έναν συνδυασμό γνώσης, συμπεριφορών, ικανοτήτων, και πρακτικών που απαιτούνται για να αποκτήσεις κανείς πρόσβαση. Nα αναλύσει, να εκτιμήσει, να χρησιμοποιήσει, να παράξει αλλά και να επικοινωνήσει την πληροφορία και τη γνώση με δημιουργικούς, νόμιμους και ηθικούς τρόπους που σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα”. (Moscow Declaration, όπως αναφέρεται σε Mößner, 2018, 7). Μπορεί να λειτουργήσει δηλαδή σαν αντίβαρο, θέτοντας τη βάση για μια μετάλλαξη του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το διαδίκτυο και την πληροφορία σε αυτό. H οποία σταδιακά χάνει την αξία της, καθώς υπάρχει σε αφθονία.

Το ζήτημα είναι να απολέσει τον χαρακτήρα που έχει ως προϊόν και να γίνει αντιληπτή σαν μια αξία.


Βιβλιογραφία

Βιβλία

1. Ramonet Ignacio. ( 2011 ) . Η έκρηξη της δημοσιογραφίας : Από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στη μαζικότητα των μέσων ενημέρωσης. ( μτρφ. Θ. Τσαπακίδης )Αθήνα : Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.

2. Gunter B, Nicholas P, Rowloands Ian. (2009). The Google Generation : Are ICT innovations changing information – seeking behaviour? Oxford : Chandos Publishing.

Επιστημονικά Άρθρα

1. Doomen, J. (2009). Information Inflation. Journal of Information Ethics, 18 (2), 27 – 37. Doi : 10.3172/JIE.18.2.27

2. Galanton, D. (2019). The Manipulation through Media, from Concept to Practical Application. International Journal of Communication Reasearch, 9, 17 – 22. Doi :

3.  Gavriliu D. (Mărgărit). (2012). From The Print Press to Online Press: Constraints and Liberties of the Journalistic Discourse. Procedia – Social and Behavioral Sciences, 63, 263 – 270. Doi : https://doi.org/10.1016/j.sbspro.2012.10.037

4. Mößner N. (2018). Trusting The Media? TV News as a Source of Knowledge. International Journal of Philosophical Studies, 26, 205 – 220. Doi : https://doi.org/10.1080/09672559.2018.1450079

5. Nogueira-Frazão A.G., Martínez-Solana Y. (2019) Digital Infographics: The Key to Information Paradigm. In: Túñez-López M., Martínez – Fernández VA., López – García X., Rúas – Araújo X., Campos-Freire F. (eds) Communication: Innovation & Quality. Studies in Systems, Decision and Control, vol 154. Springer, Cham. Doi : https://doi.org/10.1007/978-3-319-91860-0_17

6. Poster, M. (2004). The Information Empire. Comparative Literature Studies, 41(3), 317-334. doi:10.1353/cls.2004.0036

7. Rodriguez, R. F. & Barrio M. G. (2015). Infoxication : Implication of the Phenomenon in Journalism. Revista de Comunicación de la SEECI,38, 141 – 181. Doi : https://doi.org/10.15198/seeci.2015.38.141-181

8. Rollason C. (2004). Borges’ “Library of Babel” and the Internet. Indian Journal of World Literature and Culture, 1, 117 – 120

On-line λεξικό

1. Infographic. Στο Lexico.com. Ανακτήθηκε από : https://www.lexico.com/definition/infographic